πάνε σχεδόν 2.5 χρόνια που διάβασα το πάρα-πάρα-κάτω κείμενο. Μου το είχαν στείλει την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΟΤΙ ΤΟ ΕΛΑΒΑ ΤΟΤΕ.
Ήταν forward mail και δεν ξέρω τον συγγραφέα. Μάλλον δημιουργήθηκε από το λαό ή από τα πολλά forward. Ταξίδεψε από στόμα σε στόμα, από τόπο σε τόπο, όπως τα δημοτικά τραγούδια ένα πράμα (και τα φιλιά), και κάποια στιγμή ολοκληρώθηκε ολοκληρωτικά..
Θυμάμαι ότι είχα γελάσει με την καρδιά του μπάρμπα Μήτσου. Ήταν ο μόνος συμβατός δότης. Μπάρμπα Μήτσο να είσαι καλά (εκεί που είσαι-και ξέρω πού είσαι).. Μόνο που μου άφησες μια καρδιά πληγωμένη, τίποτα πια δε σου μένει και τα λοιπά.. Μου πήρε καιρό να ξεπεράσω την παλιά σου αγάπη, την κυρά Βαγγελιώ. Ξαναβρεθήκαμε στα ίδια μέρη. Η καρδιά σου φτερούγισε και κατάλαβα ότι ήταν αυτή. Δε με γνώρισε γιατί τα μάτια μου δεν έχουν το ίδιο χρώμα με τα δικά σου, και ούτε τον ίδιο τρόπο να κοιτάνε.. Της ζήτησα ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, το ήπια στην υγειά μου, γιατί ήμουν λίγο κρυωμένος, και έφυγα..
Από τότε λοιπόν που πρωτοδιάβασα το κείμενο, η κάθε μου μέρα άρχιζε να αλλάζει σιγά σιγά και πλάκα την πλάκα χωρίς να το καταλαβαίνω. Σήμερα το ζω καθημερινά και εντόνως..
Το κείμενο..
«Έξω ο ήλιος βράδιαζε. Ο Ήρωας σηκώθηκε για να κλείσει το ξυπνητήρι και να το βάλει στην πρίζα. Πλύθηκε, κατούρησε και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Έβαλε να γίνεται ο καφές του στο μπ-Ρικι Μάρτιν, σιδέρωσε το φαγητό για το βράδυ και άπλωσε τα τζάμια. Άνοιξε το ραδιόφωνο και άκουσε με νοσταλγία τραγούδια που του θύμιζαν στιγμές που άκουγε τραγούδια στο ραδιόφωνο (Λογικό). Από τον φεγγίτη έμπαινε ένα φέγγος. Πάτησε το κουμπί για τις σκάλες και κατέβηκε.
Μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο, έβαλε το κράνος, κίνησε τον έλικα και έβαλε μπρος στα κάλλη τι' ναι ο πόνος. Οδήγησε για κανά 20λεπτο και έπειτα από 3 ώρες έφτασε στην τριώροφη σκηνή του αρχηγού.
Στην πόρτα τον περίμεναν ένας μπράβος που έπινε Λουμίδη και ένας λουμίδης που έπινε μπράβο καλωσήρθατε. Τον οδήγησαν μέσα στην είσοδο κινδύνου. Εκεί συνάντησαν κάτι αφάνταστο, αφού είναι αφάνταστο όμως δεν μπορώ να φανταστώ τι ήταν.
Τακ-τακ φώναξε με την βαριά σχεδόν γυναικεία φωνή του. Έσπρωξε την μεγάλη, ξύλινη, ανοιχτή πόρτα και μπήκε μέσα. Εκείνη την στιγμή ο αρχηγός έφτιαχνε ένα φαγητό και το έσβησε με λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ' αγόρι του. Του γυρνάει πλάτη, τον κοιτάζει στα μάτια και ένα χαμόγελο δυσαρέσκειας ζωγραφίστηκε πάνω του.
- Θες να πεθάνεις ?
- Ναι, αρνήθηκε.
- Θα έχεις άσχημα ξεμπερδέματα με αυτά που κάνεις ! , τον ρώτησε.
- Δεν με νοιάζει, απάντησε μονολεκτικά και ένας τόνος σιωπής απλώθηκε στα λόγια του.
- Η θέση σου είναι δύσκολη Ήρωας.
- Δικό σου πρόβλημα, σιώπησε.
- Τι θα κάνω με σένα ?
- Δεν με νοιάζει, είπε με αγωνία.
- Να σου κάνω μια ερώτηση ?
- Όχι.
- Ποια ηθοποιός σου αρέσει ?
- Η Μουρ, η Ντέμυ Μουρ, μουρμούρισε.»